ησκιωτικός

ησκιωτικός
-ή, -ό [ησκιώνω]
1. (για τόπο) σκιερός, σκιαζόμενος
2. (για πράγματα ή δέντρα) αυτός που απλώνει πυκνή σκιά
3. το ουδ. ως ουσ. το (η)σκιωτικό
πονηρό, κακοποιό πνεύμα, ήσκιος («στα χαλάσματα βγαίνουν τη νύχτα ησκιωτικά»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”